- αντιστροφικα
- ἀντιστροφικάτά стих. антистрофика (лирическая часть трагедии, состоящая из строф и антистроф)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αντιστροφικός — ή, ό (Α ἀντιστροφικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αντιστροφή αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀντιστροφικά τα λυρικά μέρη των αρχαίων δραμάτων τα οποία συνίστανται σε στροφές και αντιστροφές … Dictionary of Greek
αντωδή — Toέκτο μέρος της παράβασης στην αρχαιοελληνική κωμωδία. Ονομαζόταν έτσι επειδή στο μέρος αυτό παρουσιαζόταν το ίδιο θέμα (αντιστροφικά όμως) με αυτό του τέταρτου μέρους, δηλαδή της ωδής ή στροφής. Ένα από τα πιο συνηθισμένα θέματα της ωδής ήταν η … Dictionary of Greek